- έντοπος
- ἔντοπος, -ον (Α)1. αυτός που ζει σ' έναν τόπο ή κοντά σ' έναν τόπο2. ξένος που βρίσκεται σ' έναν τόπο3. ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔντοπος — in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντοπον — ἔντοπος in masc/fem acc sg ἔντοπος in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντόπους — ἔντοπος in masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντόπων — ἔντοπος in masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντοποι — ἔντοπος in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξεδρος — ἔξεδρος, ον (Α) [έδρα] 1. έξω από τον τόπο διαμονής («ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ ἔντοπος», Σοφ.) 2. ξένος, παράδοξος, αλλόκοτος («καὶ οὕτως ἔξεδρον τὴν τῆς μοχθηρίας υπερβολήν», Αριστοτ.) 3. (με γεν.) ο μακριά από κάτι 4. δυσοίωνος («ἔξεδροι ὄρνιθες»,… … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek